καβαλιώτικος

καβαλιώτικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Καβάλα ή στους Καβαλιώτες.
επίρρ...
καβαλιώτικα
κατά τον τρόπο τών Καβαλιωτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καβαλιώτικος — η, ο που ανήκει ή αναφέρεται στον Καβαλιώτη ή την Καβάλα: Καβαλιώτικη φιλοξενία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”